καμαρότος

καμαρότος
ο
θαλαμηπόλος πλοίου: Υπηρέτησε στο πλοίο αυτό ως καμαρότος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμαρότος — ο θαλαμηπόλος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. camarote < λατ. camara «αψίδα, θόλος»] …   Dictionary of Greek

  • θαλαμηπόλος — ο, η (AM θαλαμηπόλος, ό, ή) αυτός ή αυτή που υπηρετεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τής κυρίας βασιλικού ή αρχοντικού σπιτιού και τη βοηθάει στο ντύσιμο, στον καλλωπισμό της κ.λπ. νεοελλ. ο καμαρότος πλοίου, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα τών χώρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”